- σεπτέτο
- και σεττέτο, το, Νμουσική σύνθεση που έχει γραφεί για επτά όργανα ή επτά φωνές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. setteto < sette < λατ. septem «επτά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επταωδία — η μουσική σύνθεση για επτά φωνές, σεπτέτο … Dictionary of Greek
σετέτο — το, Ν βλ. σεπτέτο … Dictionary of Greek
τρόμπα — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαίας προέλευσης, το οποίο για μεγάλο διάστημα χρησιμοποιήθηκε μόνο για στρατιωτικά σαλπίσματα. Οι αρχαίες τ., κυρίως από ορείχαλκο και ασήμι, είχαν διάφορες μορφές και ονομασίες: π.χ. τούμπα (σάλπιγγα), ένας ίσιος και… … Dictionary of Greek